αλευροθήκη

αλευροθήκη
η (Α ἀλευροθήκη)
1. θήκη ή κιβώτιο όπου θέτουν άλευρα για φύλαξη
2. σκάφη τού αλευρόμυλου
αρχ.
αποθήκη αλεύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον + θήκη < τίθημι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άλευρο — το (Α ἄλευρον) (συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα α) αλεσμένο σιτάρι β) κάθε αλεσμένο δημητριακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄλε υρ ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα τού ρήμ. ἀλῶ* «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή… …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”